- αρχιδούξ
- και αρχιδούκας, ο (θηλ. αρχιδούκισσα)τίτλος του αυτοκρατορικού οίκου της Αυστρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. archduke < (μσν. γαλλ.) archeduc < arche- < arch- (πρβλ. αρχ-) + duc «δούκας». Ο ελληνικός όρος αρχιδούξ μαρτυρείται από το 1896 από τον Timeson στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.